- ἀποβάλλει
- ἀποβάλλωthrow offpres ind mp 2nd sgἀποβάλλωthrow offpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ancestral sin — ( el. προπατορική αμαρτία or el. προπατορικό αμάρτημα, more rarely el. προγονική αμαρτία) is the object of a Christian doctrine taught by the Eastern Orthodox Church. Some identify it as inclination towards sin, a heritage from the sin of our… … Wikipedia
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
γερονταφήνω — 1. αφήνω, όταν γεράσω, κακές νεανικές έξεις 2. παροιμ. «όπου μικρομάθει (ή κοπελομάθει), δεν γερονταφήνει» όποιος αποκτήσει κακές συνήθειες στα νιάτα του δεν τις αποβάλλει στα γεράματα του … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
διαπνοή — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
ευαπόβλητος — εὐαπόβλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο χάνει, αποβάλλει κάποιος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο βλητος (< απο βάλλω), πρβλ. αν απόβλητος, δυσ από βλητος] … Dictionary of Greek
ιππόκαμπος — I (Ιατρ.).Δομή στον εγκέφαλο, που βρίσκεται στο έδαφος των κατώτερων κεράτων των πλαγίων κοιλιών του και πιστεύεται ότι σχετίζεται με τη μνήμη. II (Ζωολ.). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των συγγναθιδών. Στη Μεσόγειο ζουν δύο είδη, όμοια μεταξύ… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek